Στις σημερινές συνθήκες οικονομίστικης κρίσης, φαίνεται
πως στρατηγικός στόχος της καπιταλιστικής ελίτ στη χώρα είναι η συρρίκνωση του
κράτους-δημοσίου. Για την αριστερά, αυτό είναι ζήτημα ταμπού και είναι αναμενόμενο
να καταγγέλλει, να διαμαρτύρεται και να βάζει ως προτεραιότητα την άμυνα σε
αυτήν την πολική (αν και η αριστερά δεν ήταν πάντα ρεφορμιστική). Από μια ανατρεπτική-αναρχική
σκοπιά όμως, σίγουρα οι κοινωνικοί αγώνες δεν μπορεί να συμβαδίζουν με μια –
παρωχημένη – αριστερή ιδεολογία που θέλει διεύρυνση του κράτους και του
δημόσιου τομέα. Το κράτος ως μηχανισμός είναι μια παρασιτική οντότητα που έχει
επιβληθεί και απομυζά την κοινωνία. Είναι η αιτία για σημαντικές ιδεολογικές
και ταξικές στρεβλώσεις στην κοινωνική οργάνωση. Με απλά λόγια, ολόκληρη η
κοινωνία εξαρτάται από το κράτος και το δημόσιο, ενώ οι εν λόγω στρεβλώσεις υποθηκεύουν το ίδιο το μέλλον της. Διότι ένα μη λειτουργικό ή αναχρονιστικό κοινωνικό σύστημα είναι πολύ περισσότερο ζημιογόνο για τα μέλη του. Αντίθετα, εν μέσω «κρίσης» καταρρέει η ψευδαίσθηση περί δημόσιου αγαθού και πλούτου, περί κοινού συμφέροντος και καλού, που αντιπροσωπεύουν οι θεσμοί. Ενώ το μόνο δημόσιο «αγαθό» που παρέχει απλόχερα το κράτος-δημόσιο μέσω των θεσμών του είναι η εξουσιαστική ιδεολογία. Επομένως, αν το καπιταλιστικό σύστημα δεν έχει ανάγκη από το παλιό δημόσιο, τόσο το καλύτερο για την κοινωνία, αν βέβαια αυτή θέλει να αυτονομηθεί. Να εκμεταλλευτεί τις ευκαιρίες και το κενό εξουσίας για να δημιουργήσει και να επιβάλει τους δικούς της αντι-θεσμούς αυτοδιεύθυνσης.
κοινωνία εξαρτάται από το κράτος και το δημόσιο, ενώ οι εν λόγω στρεβλώσεις υποθηκεύουν το ίδιο το μέλλον της. Διότι ένα μη λειτουργικό ή αναχρονιστικό κοινωνικό σύστημα είναι πολύ περισσότερο ζημιογόνο για τα μέλη του. Αντίθετα, εν μέσω «κρίσης» καταρρέει η ψευδαίσθηση περί δημόσιου αγαθού και πλούτου, περί κοινού συμφέροντος και καλού, που αντιπροσωπεύουν οι θεσμοί. Ενώ το μόνο δημόσιο «αγαθό» που παρέχει απλόχερα το κράτος-δημόσιο μέσω των θεσμών του είναι η εξουσιαστική ιδεολογία. Επομένως, αν το καπιταλιστικό σύστημα δεν έχει ανάγκη από το παλιό δημόσιο, τόσο το καλύτερο για την κοινωνία, αν βέβαια αυτή θέλει να αυτονομηθεί. Να εκμεταλλευτεί τις ευκαιρίες και το κενό εξουσίας για να δημιουργήσει και να επιβάλει τους δικούς της αντι-θεσμούς αυτοδιεύθυνσης.
Η ρεφορμιστική (και συντηρητική) αριστερά και η
συνδικαλιστική γραφειοκρατία φέρει ευθύνη για το αδιέξοδο που έχει
δημιουργηθεί, για τη μακροχρόνια ανυπαρξία εναλλακτικών αιτημάτων που
απεγκλωβίζουν από τα στερεότυπα, και οφείλει να επαναπροσδιορίσει. Αν είχε μια
περισσότερο κριτική και προοδευτική στάση, θα μιλάγαμε υπό άλλες συνθήκες
σήμερα. Να ένα, περισσότερο λειτουργικό, αν και μερικό, αίτημα: η απαίτηση των
εργαζομένων για επανεκπαίδευση σε νέους τομείς και δημιουργία θέσεων εργασίας,
με ανθρώπινες συνθήκες, άρα όχι ανεργία και διασφάλιση ενός ανθρώπινου
εισοδήματος. Μήπως θεωρείται λύση στο τεράστιο πρόβλημα της ανεργίας η πρόσληψη
όλων στο δημόσιο; Είναι αριστερό το να διαχωρίζουμε τους εργαζόμενους του
δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα; Υπό ποια άραγε ριζοσπαστική έννοια αρνούμαστε
την κοινωνική κινητικότητα; Μήπως δεν είναι ανατρεπτικό το να αλλάζουν δουλειά
και απασχόληση οι εργάτες; ή είναι αριστερό – πόσο μάλλον αναρχικό – ο
σκουπιδιάρης να μείνει για πάντα στο πόστο του, ο άνθρωπος με «στοιχειώδη γνώση»
να μην βελτιώσει τη θέση του και ο «πτυχιούχος» να μην δουλέψει ποτέ στη ζωή
του χειρονακτικά; Η εμμονή όμως σε συντεχνιακά και αναχρονιστικά αιτήματα, δεν
αφήνει να ξεδιπλωθούν νέοι αγώνες που να βάζουν μια άλλη λογική-προοπτική και
έτσι αντί να παλεύουμε ενωμένα για καλύτερες συνθήκες δουλειάς, προσπαθούμε ο
καθένας να βελτιώσει ή να αγκιστρωθεί σε μια καλύτερη, συγκριτικά, θέση. Όμως,
επειδή βασικά πράγματα δεν έχουν γίνει σε κοινωνικό και ιδεολογικό επίπεδο, η
μικροαστική και αναχρονιστική στρέβλωση-αγκύλωση της ελληνικής κοινωνίας, όπου
συνυπάρχουν σύγχρονα και παρωχημένα στοιχεία καπιταλιστικής κοινωνίας,
παράλληλα με στοιχεία επαρχιωτισμού και αγροτο-φεουδαρχικά, μόνο με ένα
γεγονός-«σοκ» θα μπορούσε να αποκατασταθεί.
Ίσως λοιπόν κάποιοι αναρχικοί-αντιεξουσιαστές να τάσσονται
ανοιχτά ή με έμμεσο τρόπο με το αίτημα «ενάντια στις απολύσεις» στο δημόσιο και
με κινήσεις που θεωρούνται ανάχωμα στη διάλυση του κράτους πρόνοιας. Από τη μια
μεριά, αυτό συμβαδίζει με μια διάθεση να ευθυγραμμιστούν με τις λεγόμενες
«κοινωνικές αντιστάσεις». Από την άλλη όμως, πώς μπορεί ένας επαναστάτης να
ανέχεται μερικά-ρεφορμιστικά αιτήματα για σταθερή δουλειά και ασφάλεια στο
δημόσιο; Όσο περισσότερο ζητάς (ας το πούμε και διεκδίκηση) από το κράτος, τόσο
περισσότερο αυτό ενδυναμώνεται και διαιωνίζεται, αφού νομιμοποιείται στην
κοινωνία. Έτσι, συνεχώς αναβάλλεται το ζήτημα της ολικής ανατροπής και
κοινωνικής επανάστασης, που σημαίνει κατάργηση του κράτους και της καπιταλιστικής
οικονομίας-κοινωνίας. Στην Ελλάδα τελικά όλα είναι ιμιτασιόν και αυτό πρέπει να
σταματήσει. Οι παραδοσιακοί εργατικοί αγώνες και αντιστάσεις (ακόμη περισσότερο,
στο δημόσιο) δεν γεννούν ριζοσπαστική συνείδηση. Αντίθετα, οι εργαζόμενοι εγκλωβίζονται
ολοένα και περισσότερο στην ιδεολογία του κρατισμού, παρασιτισμού,
συντεχνιασμού.
Ιδιαίτερα σήμερα, βλέπουμε ότι «ο αγώνας και η αντίσταση»,
με κομβικό σημείο το κίνημα των «αγανακτισμένων» στις πλατείες, συνδέθηκε στον
δρόμο με το φαντασιακό της μικρομεσαίας τάξης (η οποία λόγω ιδεολογικής
κυριαρχίας, περιλαμβάνει και την εργατική τάξη) και εκκόλαψε το αβγό του
φιδιού, τον φασισμό-ναζισμό. Από την άλλη, η άρνηση και αντίσταση έχουν γίνει
ψωμοτύρι στα χείλη κάθε «αγωνιστή». Έτσι, χάνουν το νόημά τους που είναι η σε
βάθος συνειδητή άρνηση των δομών και της ιδεολογίας του συστήματος και η ριζική
αντίσταση στις εξουσιαστικές πρακτικές.
Άρα, χρειάζεται όπως φαίνεται και η ταξική-ριζοσπαστική
συνειδητοποίηση που θα υπερβεί τα μερικά αιτήματα και την εγωιστική-συντεχνιακή
διαμαρτυρία για τα κεκτημένα που χάνονται, δημιουργώντας επαναστατικό πνεύμα συναίσθημα
και φαντασιακό. Συνεπώς, όταν οι κοινωνικοί-εργατικοί αγώνες αποπνέουν
επανάσταση, ελευθερία και αλληλεγγύη, τότε είναι θεμιτοί και πρέπει να ενδυναμώνονται
και να ριζοσπαστικοποιούνται ακόμη περισσότερο. Όταν όμως, αντίθετα,
αναπαράγουν τον συντεχνιασμό και την κυρίαρχη ιδεολογία, τότε οι επαναστάτες θα
πρέπει να έχουν αρνητική, ακόμη και ανταγωνιστική, στάση. Η απάντηση στο
πρόβλημα της ανεργίας και της κρίσης θα είναι είτε επαναστατική είτε
μεταρρυθμιστική. Οι αμυντικές-συντηρητικές και μεσοβέζικες «λύσεις» επιτείνουν
το ιδεολογικό και κοινωνικό αδιέξοδο, το «μπάχαλο» και το «χάος». Έτσι,
τροφοδοτούν ως αντίδραση τον φασισμό.
Για άλλη μια φορά, η κυρίαρχη τάξη προλαβαίνει τους
κυριαρχούμενους και φυσικά την αριστερά: αντί να μιλήσουν οι προλετάριοι και οι
ριζοσπάστες αγωνιστές για μια νέα στάση απέναντι στη φύση, για την αντίθεση
προϊόντος και αγαθού, για τη μιζέρια και τη νεύρωση της κατανάλωσης που
χειραγωγεί τους καταπιεσμένους ανθρώπους, βγαίνει μπροστά η εξουσία. Έτοιμη
όπως πάντα, μιλάει για αναγκαία λιτότητα, ηθικολογεί μάλιστα με τα δικά της
μέτρα για το (υπαρκτό) ζήτημα της ανισορροπίας παραγωγής και ζήτησης-κατανάλωσης
σε μια κοινωνία, και άρα της εξάρτησής της. Ενώ επιτίθεται κιόλας και ενοχοποιεί
μονομερώς τους εργαζόμενους και τους πολίτες για την παρακμή και τη διαφθορά
(που σίγουρα και αυτοί έχουν το μερίδιο ευθύνης που τους αναλογεί). Έτσι
διαιωνίζεται η αστική ιδεολογία και το καπιταλιστικό σύστημα.
12/12/2012
Δημήτρης Φασόλης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου